-
1 σφενδονήτης
A slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti. 119b, LXX Jd.20.16: [dialect] Boeot. [full] σφενδονάταςἈρχ.Δελτ. 14
Pl. iv 26 (Thespiae, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφενδονήτης
См. также в других словарях:
σφενδονήτης — και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [σφενδονῶ / σφενδόνη] στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη μσν. (για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη … Dictionary of Greek