-
1 σφεδανώς
-
2 σφεδανῶς
См. также в других словарях:
σφεδανῶς — σφεδανός vehement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σφεδανώς
2 σφεδανῶς
σφεδανῶς — σφεδανός vehement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)