Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σφαίρα

  • 121 насквозь

    насквозь
    нареч
    1. διαμπερῶς, πέρα γιά πέρα:
    пу́ля пробила легкое \насквозь ἡ σφαίρα πέρασε τό πνευμόνι πέρα γιά πέρα·
    2. перен (совершенно) разг ὁλοκληρωτικά, ἐντελώς:
    промокнуть \насквозь γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι· \насквозь прогнивший ἐντελώς σάπιος· ◊ видеть кого-л, \насквозь ξέρω τί καπνό φουμάρει.

    Русско-новогреческий словарь > насквозь

  • 122 подстреливать

    подстреливать
    несов, подстрелить сов κτυπώ, πληγώνω (μέ σφαίρα).

    Русско-новогреческий словарь > подстреливать

  • 123 полв

    пол||в
    с
    1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:
    залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·
    2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:
    \полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον
    3. (фон) τό φόντο·
    4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:
    заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:
    \полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·
    6. физ. τό πεδίον:
    электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας.

    Русско-новогреческий словарь > полв

  • 124 пулевой

    пулев||ой
    прил τής σφαίρας:
    \пулевойа́я рана τραύμα ἀπό σφαίρα.

    Русско-новогреческий словарь > пулевой

  • 125 разрывной

    разрывн||ой
    прил ἐκρηκτικός:
    \разрывнойа́я пуля ἡ ἐκρηκτική σφαϊρα· \разрывной снаряд τό ἐκρηκτικό βλήμα.

    Русско-новогреческий словарь > разрывной

  • 126 расширить

    расширить
    сов, расширять несов εὐρύνω, πλαταίν», πλατύνω, φαρδαίνω, ἐπεκτείνω / μεγαλώνω (увеличивать):
    \расширить дорогу πλαταίνω τόν δρόμο· \расширить зрачки γουρλώνω τά μάτια· \расширить границы ἐπεκτείνω τά σύνορα· \расширить сферу влияния μεγαλώνω τήν σφαίρα ἐπιρροής μου· \расширить промышленное производство εὐρύνω τήν βιομηχανική παραγωγή· \расширить кругозор εὐρύνω τόν πνευματικό ὁρίζοντα.

    Русско-новогреческий словарь > расширить

  • 127 толкать

    толкать
    несов
    1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·
    2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·
    3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:
    \толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться
    1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > толкать

  • 128 угодить

    угод||и́ть
    сов
    1. см. угождать· на всех не \угодитьи́шь разг εἶναι δύσκολον νά εὐχαριστήσεις ὅλους·
    2. (очутиться) разг πέφτω:
    \угодитьи́ть в яму πέφτω στό λάκκο·
    3. (попасть в кого-л., во что-л.) разг πετυχαίνω:
    пуля \угодитьи́ла ему́ в плечо́ ἡ σφαίρα τόν πέτυχε στον ὠμο.

    Русско-новогреческий словарь > угодить

См. также в других словарях:

  • σφαῖρα — ball fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… …   Dictionary of Greek

  • σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»