-
1 σφαιρα
ион. σφαίρη ἥ1) мяч(Plat., Anth.; σφαίρῃ παίζειν Hom.)
2) шар, шарообразное тело Plat.αἱ σφαῖραι τοῦ ὀφθαλμοῦ Arst. — глазные яблоки;
σ. πλανωμένη Plut. — планета;σ. ἀπλανής Plut. — (неподвижная) звезда;σ. θαλαττία Arst. — морской шар, т.е. морской еж -
2 σφαίρα
-
3 σφαίρα
[сфэра] οοσ. Θ. шар, пуля, ядро, мяч, глобус, область, сфера.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφαίρα
-
4 σφαίρα
[сфэра] ουσ θ шар, пуля, ядро, мяч, глобус, область,сфера. -
5 Σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει
• Колесо Фортуны переменчивоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει
-
6 αειβολος
-
7 ανακλαω
I1) отгибать, отводить(δέρην ὤμοις ἀριστεροῖσιν Eur.; αὐχένα ἐπὴ γαίης in tmesi Theocr.; κεφαλήν Plut.)
τὰς μηχανὰς ἄλλῃ τοῦ τείχους ἀνέκλων Thuc. — они применили тараны в другом месте (городской) стены;ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὴ κατακλῶν Luc. — извиваясь во все стороны2) выламывать, выдергивать(σταυρούς Thuc.)
3) поворачивать, направлять(ἐπ΄ ἄλλα τέν διάνοιαν Plut.)
4) физ. отбрасывать, отражать(ἥ ἀνακλασθεῖσα σφαῖρα Arst.)
5) сводить (воедино), приводитьἀνακλασθῆναι εἴς τινα Polyb. — (о делах, вопросах и т.п.) сосредоточиться в чьих-л. руках
6) стих. разбиватьἀνακαλώμενον μέτρον — разбитый размер, т.е. с нерегулярным чередованием коротких и долгих слогов
II= ἀνακλαίω См. ανακλαιω -
8 αστρολογικος
-
9 δωδεκασκυτος
-
10 εντορνος
-
11 ευκυκλος
21) хорошо закругленный, совершенно круглый(ἀσπίς Hom.; ἕδρα Pind.; ἀντίπηξ Eur.; στεφάνη Xen.; σφαῖρα Parmenides ap. Plat.)
2) с хорошо закругленными колесами, т.е. быстро катящийся(ἀπήνη Hom.; ὄχοι Aesch.)
3) движущийся по кругу, кружащийся, круговой(χορεία Arph.)
-
12 κνωδαξ
-
13 κυκλοφορεομαι
носиться по кругу, описывать круг(ἥ κυκλοφορουμένη σφαῖρα Arst.; ὅ ἥλιος κυκλοφορεῖται Plut.)
-
14 λινεος
-
15 μολιβεος
-
16 προσπαλαιω
1) вести борьбу, бороться(τινί Pind., Plat.)
2) упражняться(ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
π. σφαίρᾳ Plut. — состязаться в игре в мяч -
17 ραπτος
-
18 σεληνιακος
-
19 σφαιρομαχεω
1) играть в мяч Polyb.2) [σφαῖρα 4] устраивать кулачные бои в перчатках Plat. -
20 χαλκειος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφαῖρα — ball fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… … Dictionary of Greek
σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek