-
1 σφακελίζει
σφακελίζωsuffer from: pres ind mp 2nd sgσφακελίζωsuffer from: pres ind act 3rd sg -
2 αὐεκίζει
αὐεκίζει· σφακελίζει (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐεκίζει
См. также в других словарях:
σφακελίζει — σφακελίζω suffer from pres ind mp 2nd sg σφακελίζω suffer from pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… … Dictionary of Greek