-
1 σφαιρομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρομάχος
См. также в других словарях:
ιμαντομάχος — ἱμαντομάχος, ον (Μ) αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλο μάχος, σφαιρο μάχος] … Dictionary of Greek