-
1 σφαιριστικός
σφαιριστικός, zum Ballspielen gehörig, darin geübt, ὁ σφαιριστικός, ein geschickter Ballspieler; ἡ σφαιριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Ball zu spielen, Geschicklichkeit im Ballspiele, Ath. I, 15 b.
-
2 σφαιριστικός
σφαιριστικός, zum Ballspielen gehörig, darin geübt; ὁ σφαιριστικός, ein geschickter Ballspieler; ἡ σφαιριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Ball zu spielen, Geschicklichkeit im Ballspiele -
3 σφαιριστικός
σφαιριστικόςof: masc nom sg -
4 σφαιριστικός
A of or for playing at ball,ἐπιμέλεια -ωτάτη Arr.Epict.2.5.20
; σφαιριστικός, ὁ, a clever player, Gal.6.154, Poll.9.107; περὶ -κῆς (sc. τέχνης), title of a work by Timocrates, ap.Ath.1.15c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιριστικός
-
5 σφαιριστικόν
σφαιριστικόςof: masc acc sgσφαιριστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 σφαιριστικούς
σφαιριστικόςof: masc acc pl -
7 σφαιριστικωτάτην
σφαιριστικόςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
8 σφαιριστικήν
σφαιριστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 σφαιριστικής
-
10 σφαιριστικῆς
См. также в других словарях:
σφαιριστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σφαιριστικόν — σφαιριστικός of masc acc sg σφαιριστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικούς — σφαιριστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικωτάτην — σφαιριστικός of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικῆς — σφαιριστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικήν — σφαιριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИГРЫ — • Ludi. I. Общественные. a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии. b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… … Реальный словарь классических древностей