Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συ-αγρεσία

См. также в других словарях:

  • ἀγρεσία — ἀγρεσίᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἀγρεσίᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρεσίᾱ , ἀγρεσία fem nom/voc/acc dual ἀγρεσίᾱ , ἀγρεσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαγρεσία — εὐαγρεσία, ἡ (Α) επιτυχής άγρα, ευτυχές, επιτυχημένο κυνήγι, ευαγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγρεσία, παράλλ. τ. τού άγρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • συαγρεσία — ἡ, Α κυνήγι αγριόχοιρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγρεσία (< ἄγρα «κυνήγι»)] …   Dictionary of Greek

  • ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»