1 συῤ-ῥέμβομαι
συῤ-ῥέμβομαι, mit, zugleich umherschweifen, LXX.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συῤ-ῥέμβομαι
2 συῤῥέμβομαι
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συῤῥέμβομαι
3 συρρεμβομαι
(οἵστισιν ἔτυχεν Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь > συρρεμβομαι