-
1 συῤ-ῥάπτω
συῤ-ῥάπτω, zusammennähen; δέρματα νεύρῳ βοός, Hes. O. 546; Her. 2, 86. 4, 64; Plut. Lys. 16; übh. zusammensetzen, übertr., Ränke u. dgl. einfädeln; Plat. sagt Euthyd. 303 e ξυῤῥάπτετε τὰ στόματα τῶν ἀνϑρώπων, den Leuten das Maul vernähen, verstopfen, d. i. sie zum Schweigen bringen; vgl. τὰς ἐπιϑυμίας συῤῥάψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, Plut. S. N. V. 21 (p. 271).
-
2 ῥάπτω
V 1-0-0-2-0=3 Gn 3,7; Jb 16,15; Eccl 3,7to sew [abs.] Eccl 3,7; to sew together [τι] Gn 3,7; to sew sth on sth [τι ἐπί τινος] Jb 16,15 Cf. CAIRD 1976, 82(→συρ-, ὑποῥάπτω,,) -
3 συῤῥάπτω
συῤ-ῥάπτω, zusammennähen; übh. zusammensetzen, übertr., Ränke u. dgl. einfädeln; ξυῤῥάπτετε τὰ στόματα τῶν ἀνϑρώπων, den Leuten das Maul vernähen, verstopfen, = sie zum Schweigen bringen -
4 стачивать
ρ.δ.(συρ)ράπτω• ράβω.(συρ)ράπτομαι• ράβομαι.ρ.δ.βλ. сточить.βλ. сточиться. -
5 ξυρραπτω
1) сшивать(δέρματα νεύρῳ Hes.)
2) зашивать(τέν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.)
3) связывать, сочетатьσ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. — связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т.е. немедленно удовлетворять их
-
6 συρραπτω
1) сшивать(δέρματα νεύρῳ Hes.)
2) зашивать(τέν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.)
3) связывать, сочетатьσ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. — связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т.е. немедленно удовлетворять их
-
7 стачать
ρ.σ.μ. (συρ)ράπτω• ράβω.
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek