-
1 συῤῥέζω
συῤ-ῥέζω, mit-, zusammen tun, verrichten -
2 συν-ρέζω
См. также в других словарях:
συρρέζω — Α εορτάζω ταυτοχρόνως ή από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥέζω (Ι) «πράττω, διαπράττω»] … Dictionary of Greek
συρρέξαντε — συρρέζω celebrate together aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)