-
1 людный
людный πολυσύχναστος, συχνοπέραστος* \людныйая улица о περαστικός δρόμος* * *πολυσύχναστος, συχνοπέραστοςлю́дная у́лица — ο περαστικός δρόμος
См. также в других словарях:
περαστικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που περνά χωρίς να μείνει σ έναν τόπο, διαβατικός. 2. προσωρινός, εφήμερος, στιγμιαίος: Περαστικές είν οι χαρές στον κόσμο (Πορφύρας). 3. ουδ., περαστικά για αρρώστια, παροδικά, εκείνα που περνούν χωρίς ανεπανόρθωτες ζημιές: Ας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)