-
1 συχνακις
-
2 συχνάκις
-
3 συχνάκις
συχνάκις, häufig, oftmals -
4 συχνάκις
επίρρ. часто -
5 συχνάκις
A frequently, often, Luc.Scyth.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συχνάκις
-
6 θηγάνη
θηγάνη, ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σι-δηροβρῶτι ϑηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήϑ' αἱματηρὰς ϑηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης ϑηγάνη γίγνεται.
См. также в других словарях:
συχνάκις — ΝΜΑ επίρρ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πυκν (ά)κις)] … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek