-
1 συφεών
-
2 συφεών
-
3 συφεῶν
-
4 συφεών
συφεώνmasc nom /voc sg -
5 συφεών
-
6 συφεώνα
-
7 συφεῶνα
-
8 συφεώνας
-
9 συφεῶνας
-
10 συφεώνος
-
11 συφεῶνος
-
12 συφεώσι
-
13 συφεῶσι
См. также в других словарях:
συφεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεών — ῶνος, ὁ, Α συφεός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. συφεός* και εμφανίζει επίθημα (ε)ών, δηλωτικό τού τόπου (πρβλ. ἀνδρ [ε]ών, ἱππ ών)] … Dictionary of Greek
συφεῶν — συφεός hog sty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶνα — συφεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶνας — συφεών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶνος — συφεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶσι — συφεών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)