-
1 συνρ-
A v. συρρ-, συσς-, συσκ-, συστ-. -
2 ξυστός 2
ξυστός 2Grammatical information: m.Meaning: `walking place in a garden, a gymnasium etc., covered colonnade, where the athletes (in winter) do exercises' (X., hell., inscr., Vitr., Plu., Paus.);Other forms: also - όν n.Compounds: As 1. member in ξυστ-άρχης m. `director of a ξυστός' with ξυσταρχ-έω, - ία (late inscr. a. pap.).Derivatives: ξυστικός `belonging to a ξ., who exercises in a ξ.' (late inscr. a. pap., Gal.). -- As orig. adj. prop. `smoothed', of the floor of a promenade and a colonnade, thus rtill in ξυστὸς δρόμος (Aristias 5, Va); cf. also ξύειν `smooth', of δάπεδον (χ 456) and Paus. 6, 23, 1 with Hitzigs and Blümners notes.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Not with Meister Die Mimiamben des Herodas 718 f. etc. (s. Bq) as "das mit einem anderen verbundene Bauwerk" to ξυ-στῆναι, against which tell both the meaning and the consequent notation ξυ- (not συ-). Not here ξυστάδες ( συστ.), s. v.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξυστός 2
-
3 συνστ
συνστ- s. συστ-.
См. также в других словарях:
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… … Dictionary of Greek
εκρέω — (Α ἐκρέω) 1. ρέω από κάπου ή από κάτι 2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω 3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι 4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 5. λησμονιέμαι 6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω… … Dictionary of Greek
επιρροιβδώ — ἐπιρροιβδῶ, έω (Α) [ροιβδώ] 1. (για κόρακα) κρώζω, βγάζω κρωγμό που προμηνύει βροχή 2. (με σύστ. αιτ.) εξακοντίζω, κατευθύνω σε κάτι, βέλος με συριγμό … Dictionary of Greek
επιρροιζώ — ἐπιρροιζῶ, έω (Α) [ροιζώ] 1. έπιρροιβδώ 2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ.) 3. (για βέλος) κάνω θόρυβο, σφυρίζω («καὶ δόνακες γεγαῶτες ἐπερροίζησαν ὀϊστοί», Νόνν.)… … Dictionary of Greek
κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
ξαναχαρίζω — 1. χαρίζω πάλι κάτι 2. (με σύστ. αντικ.) ξαναδίνω την ευχή, τη συγκατάθεση μου («τη χάρην οπού σόχω... να σού ξαναχαρίσω», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
περιφοράδην — Α επίρρ. με κυκλική περιφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφέρω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. συστ άδην)] … Dictionary of Greek
υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… … Dictionary of Greek