-
1 συσταδον
adv. вблизи или вплотную, грудь с грудьюἡ σ. μάχη Her. — ближний бой;
ξ. μάχαις χρῆσθαι Thuc. — сражаться грудь с грудью -
2 συσταδόν
συσταδόνstanding close together: indeclform (adverb) -
3 συσταδόν
A standing close together, ξ. μάχαις χρῆσθαι fight in close combat, Th.7.81;σ. ἀγωνίζεσθαι D.C.41.60
; v.l. for -δην in Hdn.4.7.2, 6.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσταδόν
-
4 συσταδόν,
συ-σταδόν, u. συ-στάδην, beisammenstehend, nahe beisammen, in der Nähe; μάχεσϑαι, cominus pugnare -
5 ξυσταδόν
συσταδόν, συσταδόνstanding close together: indeclform (adverb) -
6 συσταδην
-
7 ἐπι-θέω
См. также в других словарях:
συσταδόν — standing close together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσταδόν — και αττ. ξυσταδόν Α επίρρ. σε πυκνή παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. παρα στα δόν)] … Dictionary of Greek
ξυσταδόν — συσταδόν , συσταδόν standing close together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστάδην — ΝΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «εκ τού συστάδην» από κοντά αρχ. συσταδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, στα δην)] … Dictionary of Greek