-
1 συστρώννυμι
A pave, συνστρώσει τὸ ἔδαφος λίθοις, πίναξιν ἅπαν τὸ χωρίον, IG22.1668.61,72, prob. l. in 7.4255.24 ([place name] Oropus);συνστρώσας σχοινίοις PPetr.3p.121
(iii B.C.).II spread out together, συνέστρωσε πάντα Aristeas 183:—[voice] Pass.,ἐς ὁμαλότητα ἅπαντα συνέστρωντο Eun.VSp.501
B.; cf. συστορνύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστρώννυμι
-
2 συστορνύω
A smooth out,στρωμάτων ἐξαναστὰς συνέλισσε αὐτὰ καὶ τὸν τύπον συνστόρνυε Iamb.Protr.21
.κθ ; ἐξανίσταμαι τὸν ἀμφιτάπητα συστορέσας Diph.51
: cf. συστρώννυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστορνύω
См. также в других словарях:
συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… … Dictionary of Greek
συστορέννυμι — Α βλ. συστρώννυμι … Dictionary of Greek
συστορνύω — Α βλ. συστρώννυμι … Dictionary of Greek
σύστρωμα — ώματος, τὸ, Α [συστρώννυμι] λιθόστρωμα … Dictionary of Greek
σύστρωσις — ώσεως, ἡ, Α [συστρώννυμι] σύστρωμα.* … Dictionary of Greek