-
1 συστρατιώτα
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc voc sgσυστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic) -
2 συστρατιῶτα
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc voc sgσυστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic) -
3 ξυστρατιώτας
συστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc acc plσυστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic doric aeolic) -
4 συστρατιώτας
συστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc acc plσυστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
συστρατιῶτα — συστρατιώτης fellow soldier masc voc sg συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστρατιώτας — συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc acc pl συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτας — συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc acc pl συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)