-
1 συστηματικος
31) упорядоченный, систематический Sext.2) муз. касающийся созвучийμεταβολαὴ συστηματικαί Plut. — смены созвучий
3) стих. образующий систему -
2 συστηματικός
η, ό[ν] систематический, систематичный -
3 συστηματικός
[систиматикос]εκ. систематический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συστηματικός
-
4 συστηματικός
[систиматикос] επ систематический.
См. также в других словарях:
συστηματικός — ή, ό/ συστηματικός, ή, όν, ΝΑ [σύστημα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύστημα 2. αυτός που ενεργεί ή αυτός που γίνεται με σύστημα (α. «συστηματικός μελετητής» β. «συστηματική έρευνα») 3. (με καλή σημ.) αυτός που στις σκέψεις… … Dictionary of Greek
συστηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται με σύστημα ή αυτός που ενεργεί με σύστημα: Με συστηματική έρευνα έλυσε πολλά επιστημονικά προβλήματα. – Είναι πολύ συστηματικός στη δουλειά του. 2. «συστηματική φιλοσοφία», αυτή που μελετά τα διάφορα φιλοσοφικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους … Dictionary of Greek
συστηματικά — συστηματικός of neut nom/voc/acc pl συστηματικά̱ , συστηματικός of fem nom/voc/acc dual συστηματικά̱ , συστηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικῶν — συστηματικός of fem gen pl συστηματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικόν — συστηματικός of masc acc sg συστηματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικαῖς — συστηματικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικαί — συστηματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικῆς — συστηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματικῇ — συστηματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστηματική — συστηματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)