-
1 συστείχω
συ-στείχω, mit-, zusammengehen -
2 συν-στείχω
συν-στείχω, falsche Schreibung für συστείχω.
См. также в других словарях:
συστείχω — ΜΑ πορεύομαι από κοινού, βαδίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στείχω «βαδίζω, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek