Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συστατικό

  • 1 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

  • 2 στοιχείον

    τό
    1) в разя. знач элемент;

    απαραίτητο στοιχείον — необходимый элемент; — предпосылка;

    συστατικό στοιχείον — компонент;

    στοιχείον επιτυχίας (προόδου) — элемент, фактор успеха (прогресса);

    προοδευτικά στοιχεία — прогрессивные элементы;

    εχθρικά στοιχεία — враждебные элементы;

    2) (чаще πλ.) элементы, начала, основы;

    στοιχεία μαρξισμού-λενινισμού (μαθηματικών) — основы марксизма-ленинизма (математики);

    3) (чаще πλ.) данные;

    σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία — по последним данным;

    στοιχεία βολής — данные для стрельбы;

    4) прям., перен. филос, стихия;

    τα στοιχεία της φύσης — силы природы;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στο στοιχείον μου — быть в своей стихии;

    5) полигр, буква, литера; шрифт;

    κυρτό στοιχείον — курсивный шрифт;

    τυπογραφικά στοιχεία — типографские литеры;

    6) воен, расчёт (орудийный и т. п.); подразделение, часть;

    στοιχείον πεζικού. — пехотное подразделение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στοιχείον

  • 3 συστατικός

    η, ό[ν]
    1) составной;

    συστατικά μέρη — составные части;

    2) рекомендательный;

    συστατικό γράμμα — рекомендательное письмо

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συστατικός

См. также в других словарях:

  • άγλυκο — Συστατικό που λαμβάνεται κατά τη διάλυση των ετεροζιτών. Η κυανυδρίνη της βενζαλδεΰδης αποτελεί το α. της αμυγδαλίνης. Το α. των γλυκοζιτών που δρουν φυσιολογικά λέγεται αγλυκόνη και διαφέρει σε ιδιότητες από τους γλυκοζίτες από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστική χρωστική — Συστατικό που συνδυάζεται με σχέση αντίστροφη με το οξυγόνο, έτσι ώστε να μπορεί και να είναι φορέας του και να το αποθηκεύει. Για παράδειγμα, η αιμοσφαιρίνη ή αιμογλοβίνη του ανθρώπινου αίματος φορτώνεται με οξυγόνο στους πνεύμονες, έρχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»