-
1 συσταθμία
συσταθμ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσταθμία
-
2 συσταθμίζω
A weigh relatively, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.pp.178,217 B.:—[voice] Med., = συμμετρέω, Iamb. in Nic.p.121 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσταθμίζω
-
3 συστάθμισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστάθμισις
-
4 σύσταθμος
σύσταθμ-ος, ον, (Aσταθμός 111
) of equal weight, Hp. ap. Gal.19.143.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύσταθμος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский