-
1 συσταδον
adv. вблизи или вплотную, грудь с грудьюἡ σ. μάχη Her. — ближний бой;
ξ. μάχαις χρῆσθαι Thuc. — сражаться грудь с грудью -
2 συσταδην
См. также в других словарях:
συσταδόν — standing close together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσταδόν — και αττ. ξυσταδόν Α επίρρ. σε πυκνή παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. παρα στα δόν)] … Dictionary of Greek
ξυσταδόν — συσταδόν , συσταδόν standing close together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστάδην — ΝΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «εκ τού συστάδην» από κοντά αρχ. συσταδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, στα δην)] … Dictionary of Greek