Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συσταίνω

  • 1 знакомить

    знакомить (с кем-л.) γνωρίζω* συσταίνω (представлять кого-л.) \знакомиться (с кем-л.) γνωρίζομαι, κάνω γνωριμία με κάποιον 2) (с чём-л.) γνωρίζομαι, επισκέπτομαι (осматривать)' \знакомиться с городом επισκέπτομαι την πόλη
    * * *
    (с кем-л.) γνωρίζω; συσταίνω (представлять кого-л.)

    Русско-греческий словарь > знакомить

  • 2 рекомендовать

    рекомендовать συσταίνω, συνιστώ
    * * *
    συσταίνω, συνιστώ

    Русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 3 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 4 перезнакомить

    перезнакомить
    сов разг συσταίνω, Υνωρίζω σέ πολλούς.

    Русско-новогреческий словарь > перезнакомить

  • 5 представлять

    представлять
    несов
    1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:
    \представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·
    2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·
    3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·
    4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:
    вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·
    5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:
    \представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον
    6. театр. παριστάνω, παίζω·
    7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:
    это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·
    8. (быть, являться чем-л.):
    \представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·
    9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:
    \представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > представлять

  • 6 рекомендовать

    рекомендовать
    сов и несов в разн. знач. συστήνω, συσταίνω, συνιστώ.

    Русско-новогреческий словарь > рекомендовать

  • 7 рекомендовать

    [ρικαμιννταβάτ"] ρ. συσταίνω

    Русско-греческий новый словарь > рекомендовать

  • 8 рекомендовать

    [ρικαμιννταβάτ"] ρ συσταίνω

    Русско-эллинский словарь > рекомендовать

  • 9 назначить

    ρ.σ.μ.
    1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•

    назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•

    назначить свидание ορίζω συνάντηση•

    назначить цену ορίζω την τιμή•

    назначить срок καθορίζω προθεσμία•

    назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•

    назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.

    2. προορίζω•

    назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.

    3. διορίζω•

    назначить на пост министра διορίζω υπουργό.

    || αναθέτω•

    ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.

    4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).
    5. προκαθορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > назначить

  • 10 отрекомендовать

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрекомендованный, βρ: -ван, -а,
    о ρ.σ.μ. παλ.
    1. συσταϊνω, συστήνω, γνωρίζω• παρουσιάζω.
    2. χαρακτηρίζω, αποφαίνομαι, εκφράζομαι.
    3. συμβουλεύω, ορμηνεύω, συνιστώ.
    συστήνομαι, γνωρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отрекомендовать

  • 11 перезнакомить

    -млю, -мишь
    ρ.σ.μ. γνωρίζο, συσταίνω (όλους, πολλούς).
    γνωρίζομαι, συσταίνομαι (με όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перезнакомить

  • 12 представить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•

    представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•

    представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.

    2. συσταίνω, γνωρίζω
    3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.
    4. φαντάζομαι•

    -авь себе (για) φαντάσου•

    -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).

    5. προύποθέτω•

    это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.

    1. παρουσιάζομαι•

    имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.

    2. φαίνομαι.
    3. αναφαίνομαι.
    4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.
    5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.
    6. προσποιούμαι•

    больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > представить

  • 13 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

См. также в других словарях:

  • συσταίνω — και συστένω Ν βλ. συστήνω …   Dictionary of Greek

  • συσταίνω — βλ. συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …   Dictionary of Greek

  • καμαροσυσταμένος — καμαροσυσταμένος, η, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καμάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + μτχ. παθ. παρακμ. τού συσταίνω] …   Dictionary of Greek

  • συστήνω — και συσταίνω και συστένω Ν βλ. συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. τού αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • ανασυσταίνω — ησα, ήθηκα, ημένος, συσταίνω ξανά, ξαναϊδρύω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανασυστήσει τα ειρηνοδικεία που είχαν καταργηθεί παλαιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισηγούμαι — εισηγήθηκα, εκθέτω σε άλλους τη γνώμη ή κρίση μου για κάποιο ζήτημα, κάνω εισήγηση, προτείνω, συσταίνω: Εισηγήθηκε την απόλυση του κατηγορούμενου με εγγύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνιστώ — και συσταίνω και συστήνω σύστησα, συστήθηκα, συστημένος 1. συγκροτώ: Συνιστώ σωματείο. 2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον, τον γνωρίζω σε κάποιον: Με σύστησε στη γυναίκα του. 3. συμβουλεύω: Σου συνιστώ να αποφύγεις αυτή την ενέργεια. – Δε σου συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»