Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συστάτης

См. также в других словарях:

  • συστάτης — organizer masc nom sg συστατέω to be consistent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… …   Dictionary of Greek

  • συστάται — συστάτης organizer masc nom/voc pl συστάτᾱͅ , συστάτης organizer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατῶν — συστάτης organizer masc gen pl συστατέω to be consistent pres part act masc nom sg (attic epic doric) συστατός capable of being formed fem gen pl συστατός capable of being formed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»