Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συσσιτία

См. также в других словарях:

  • συσσιτία — συσσιτίᾱ , συσσίτησις fem nom/voc/acc dual συσσιτίᾱ , συσσίτησις fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συσσιτίᾱ , συσσιτία messing together fem nom/voc/acc dual συσσιτίᾱ , συσσιτία messing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσιτίᾳ — συσσιτίαι , συσσίτησις fem nom/voc pl συσσιτίᾱͅ , συσσίτησις fem dat sg (attic doric aeolic) συσσιτίᾱͅ , συσσιτία messing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσιτία — ἡ, Α [σύσσιτος] 1. η διατροφή από κοινό τραπέζι, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο, το να τρώνε κάποιοι μαζί 2. συντροφιά πολλών ατόμων που τρώνε μαζί …   Dictionary of Greek

  • συσσίτια — συσσί̱τια , συσσίτιον common meal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσιτίας — συσσιτίᾱς , συσσίτησις fem acc pl συσσιτίᾱς , συσσίτησις fem gen sg (attic doric aeolic) συσσιτίᾱς , συσσιτία messing together fem acc pl συσσιτίᾱς , συσσιτία messing together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσιτίαν — συσσιτίᾱν , συσσίτησις fem acc sg (attic doric aeolic) συσσιτίᾱν , συσσιτία messing together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИССИТИИ —    • Συσσίτια,          общие обеды у дорян, называвшиеся у спартанцев φειδίτια, вероятно, от господствовавшей в них бережливости, умеренности и простоты, по объяснению же других, φειδίτια = Fιδίτια, следовательно, заседания (от ίζω). Этот обычай …   Реальный словарь классических древностей

  • ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • συσσιτίαι — συσσίτησις fem nom/voc pl συσσιτίᾱͅ , συσσίτησις fem dat sg (attic doric aeolic) συσσιτίᾱͅ , συσσιτία messing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»