-
1 συσκευή
η1) аппарат; прибор; установка, устройство; 2) πλ. аппаратура -
2 συσκευή
[сискэви] ουσ. Θ. оборудование, установка, аппаратΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συσκευή
-
3 συσκευή
[сискэви] ουσ θ оборудование, установка, аппарат. -
4 αεριογόνος
ος, ον газогенераторный;αεριογόνος συσκευή ( — или γεννήτρια) — газогенераторная установка
-
5 ακτινογραφικός
-
6 ασύρματος
ος, ο[ν] 1. беспроволочный;ασύρματος τηλέγραφος — радиотелеграф;
ασύρματο τηλέφωνο — радиотелефон;
2. (ο) рация;σταθμός ασύρματού — радиостанция (экспедиций и:
π. п.);συσκευή ασύρματού — радиоустановка;
μεταδίδω με τον ασύρματό — передавать по рации
-
7 αυτοκίνητος
η, ο [ος, ον ] самоходный, самодвижущийся;αυτοκίνητη σεληνιακή συσκευή — самоходный аппарат на луне, луноход
-
8 εισπνοή
η1) вдыхание; вдох; 2) мед. ингаляция;συσκευή εισπνοής — ингалятор
-
9 εκτοξευτικός
η, ό[ν] запускающий; метательный;εκτοξευτική συσκευή — запускающий аппарат;
εκτοξευτικόν όπλον — метательное оружие
-
10 εξατμιστικός
η, ό[ν] испаряющий;εξατμιστική συσκευή — испаритель
-
11 ηλεκτρονικός
η, ό[ν] электронный;ηλεκτρονική αριθμομηχανή — электронное счётно-решающее устройство;
ηλεκτρονικός υπολογιστής — или ηλεκτρονική υπολογιστική συσκευή ( — или μηχανή) — электронно-вычислительная машина;
ηλεκτρονικός εγκέφαλος — электронное счётнорешающее (запоминающее) устройство
-
12 ηχητικός
-
13 ηχοληψία
η звукоулавливание;συσκευή ηχοληψίας — звукоуловитель, звукоулавливатель
-
14 μετρικός
-
15 παρενοχλητικός
η, ό[ν] причиняющий беспокойство; досаждающий;§ παρενοχλητική συσκευή — аппаратура глушения
-
16 πτητικός
-
17 συμπυκνωτικούς
η, ό[ν] сгущающий;уплотняющий; конденсирующий;συμπυκνωτικούςή συσκευή — конденсатор
-
18 τηλεόραση
[-ις (-εως)] η телевидение;εγχρωμη (κοσμική) τηλεόραση — цветное (космическое) телевидение;
συσκευή τηλεόρασης — телевизор
-
19 τηλεφωνικός
η, ό[ν] телефонный;τηλεφωνική σύνδεση (γραμμή) — телефонная связь (линия);
τηλεφωνικόν δίκτυον — телефонная сеть;
τηλεφωνική συσκευή — телефонный аппарат;
τηλεφωνικός δίαυλος — телефонный канал;
τηλεφωνική συνδιάλεξη — телефонный разговор;
τηλεφωνικός κατάλογος (θάλαμος) — телефонная книга (будка)
См. также в других словарях:
συσκευή — intrigue fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευή — η, ΝΜΑ νεοελλ. τεχνολ. α) σύνθετη κατασκευή προορισμένη να εκτελεί ορισμένη εργασία, συνδυασμός διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα σύνολο συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «μηχανική συσκευή» β. «ηλεκτρική συσκευή» γ. «ηλεκτρονική συσκευή») β) συναρμολόγηση… … Dictionary of Greek
συσκευῇ — συσκευάζω make ready by putting together fut ind mid 2nd sg (doric) συσκευάζω make ready by putting together fut ind act 3rd sg (doric) συσκευάζω make ready by putting together fut ind mid 2nd sg (doric) συσκευάζω make ready by putting together… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευή — η σύνολο συναρμολογημένων οργάνων: Πουλήθηκαν πολλές συσκευές τηλεόρασης. – Οι δύτες σήμερα χρησιμοποιούν τελειοποιημένες αναπνευστικές συσκευές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόφωνο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή … Dictionary of Greek