Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συσκέπτομαι

См. также в других словарях:

  • συσκέπτομαι — συσκέπτομαι, συσκέφθηκα βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συσκέπτομαι — ΝΑ νεοελλ. ανταλλάσσω γνώμες με άλλους για λήψη κοινής απόφασης, μετέχω σε σύσκεψη αρχ. 1. θεωρώ, εξετάζω 2. μελετώ 3. σχεδιάζω κακό, μηχανορραφώ …   Dictionary of Greek

  • συσκέπτομαι — συσκέφτηκα, ανταλλάσσω σκέψεις με άλλους για τη λήψη κάποιας απόφασης: Ο υπουργός συσκέπτεται με τον πρωθυπουργό για το ζήτημα των απαλλοτριώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω …   Dictionary of Greek

  • συμφράζω — ΝΜΑ (η μτχ. ουδ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμφραζόμενα α) τα προλεγόμενα και τα επιλεγόμενα ενός χωρίου κειμένου, το περιβάλλον του β) το γενικό νόημα ενός χωρίου («για να κατανοήσει κανείς το νόημα αυτής τής φράσης θα πρέπει να τήν… …   Dictionary of Greek

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …   Dictionary of Greek

  • διαλέγομαι — (AM διαλέγομαι) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ αρχ. 1. συσκέπτομαι 2. διαπραγματεύομαι 3. μιλώ δημόσια 4. συναστρέφομαι 5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι 6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι 7. γράφω σε πεζό λόγο 8. (στους Σωκρατικούς)… …   Dictionary of Greek

  • διασκέπτομαι — (Α διασκέπτομαι) 1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά 2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • καταβουλεύομαι — (Μ) συσκέπτομαι, αποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βουλεύομαι «αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»