-
1 συρροή
συρροήconflux: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 συρροή
συρροή, ἡ,A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ ([dialect] Dor.)ὑδάτων Mnemos.42.332
(Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil,σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8
; accumulation of earth, ib.7.15.2: also [full] σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 ([etym.] ξύρρ-); σύνροια IG5(1).1431.20
([place name] Messene). -
3 συρροή
1) abundance2) accumulationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συρροή
-
4 συρροήν
συρροήconflux: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 συρροής
-
6 συρροῆς
-
7 συρροάς
συρροά̱ς, συρροήconflux: fem acc pl -
8 δακρυώδης
δακρυώδης, ες,A exuding a watery fluid,ἕλκος δ. καὶ ἀνεκπύητον Hp. Fract.25
; running at the eyes, Hippiatr.1, al.II tearful, lamentable, Luc.Vit.Auct.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακρυώδης
См. также в других словарях:
συρροή — conflux fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρροή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [συρρέω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.) 2. συνάθροιση, συγκέντρωση («συρροή πλήθους») νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών… … Dictionary of Greek
συρροή — η 1. συνάθροιση: Η συρροή του πλήθους ήταν πρωτοφανής. 2. «συρροή αδικημάτων», πολλά αδικήματα που διαπράχτηκαν από το ίδιο άτομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρροῆς — συρροή conflux fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρροήν — συρροή conflux fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή … Dictionary of Greek