См. также в других словарях:
συρρέπω — Α [ῥέπω] κλίνω, ρέπω προς κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συρρέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους», Πολ.) … Dictionary of Greek
συρρέπω — Α [ῥέπω] κλίνω, ρέπω προς κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συρρέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους», Πολ.) … Dictionary of Greek