-
1 συρμιστήρ
συρμιστήρone who sells shavings: masc nom sg -
2 συρμιστήρ
A one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρμιστήρ
-
3 ξυλοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοπώλης
См. также в других словарях:
συρμιστήρ — one who sells shavings masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμιστήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα ισ τήρ (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κομισ τήρ] … Dictionary of Greek