-
1 συριγμός
σῡριγμός, συριγμόςshrill piping sound: masc nom sg -
2 συριγμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-3-0-1=4 Jer 19,8; 25,9; 32(25),18; Wis 17,9hissing (of a snake) Wis 17,9; id. (metaph. of a city) Jer 19,8 Cf. CAIRD 1976, 82; LARCHER 1985, 961 -
3 συριγμός
συριγ-μός, ὁ,A shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA 536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17;σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6
; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συριγμός
-
4 συριγμοίς
-
5 συριγμοῖς
-
6 συριγμοίσιν
-
7 συριγμοῖσιν
-
8 συριγμού
-
9 συριγμοῦ
-
10 συριγμοί
σῡριγμοί, συριγμόςshrill piping sound: masc nom /voc pl -
11 συριγμούς
σῡριγμούς, συριγμόςshrill piping sound: masc acc pl -
12 συριγμώ
-
13 συριγμῷ
-
14 συριγμών
-
15 συριγμῶν
-
16 συριγμόν
σῡριγμόν, συριγμόςshrill piping sound: masc acc sg -
17 σῦριγξ
A shepherd's pipe, Panspipe,αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπή Il.10.13
;νομῆες τερπόμενοι σύριγξι 18.526
;συρίγγων ἐνοπή h.Merc. 512
;ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδήν Hes.Sc. 278
;οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων S.Ph. 213
(lyr.); καλαμίνη ς. Ar.Fr. 719; .2 cat-call, whistle, hiss, as in theatres, Id.Lg. 700c; cf.συρίζω 11.2
, συριγμός:—the last part of the νόμος Πυθικός was called σύριγγες, prob. because it imitated the dying hisses of the serpent Pytho, Str.9.3.10.2 hole in the nave of a wheel, A.Th. 205 (lyr.), Supp. 181, S.El. 721, E.Hipp. 1234, Theoc.24.120, etc.; cf. Suid.4 Medic., in pl., pores or bronchial passages of the lungs, Arist.Resp. 478a13, 480b7, HA 496b3, 513b5; δι' οὗ μεριεῖται τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀρτηρίας εἰς τὰς ς. Id.PA 664a28; of other ducts or channels in the body,λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες Emp.100.2
, cf. Max.169; (anap.); of the trachea, Hp. Cord.2; the liver- duct,ἡ σ. τοῦ ἥπατος Id.Mul.1.78
(cf. ); σ. αἱματόεσσα, of a vein, A.R.4.1647; ἱερὰ ς. cavity of the spine, Poll. 2.180; passage through the elephant's trunk, Aret.SD2.13.6 σ. πτεροῦ, v. πτερόν 1.1.8 subterranean passage, gallery, mine, Plb.9.41.9, 21.28.6, Str.3.2.9, al.; of the burial vaults of the Egyptian kings at Thebes, Ael.NA6.43, Paus.1.42.3, Baillet Inscr.des tombeaux des rois à Thèbes Nos.13, 245, al.9 covered gallery or cloister, Callix.1, Plb.15.31.3;σύριγγας τῶν ὑσπλήγων δύο BCH35.286
([place name] Delos).11 perh. loop, J.AJ3.7.5. -
18 ῥοιζήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοιζήεις
См. также в других словарях:
συριγμός — σῡριγμός , συριγμός shrill piping sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… … Dictionary of Greek
позвиздание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. συριγμός) освистание, осмеяние. … Словарь церковнославянского языка
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
ποίφυγμα — τὸ, Α [ποιφύσσω] 1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα σχῆμα ὀρχηστικόν» … Dictionary of Greek
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek
πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών … Dictionary of Greek
ροίζησις — ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση τού βέλους, το σφύριγμα τού βέλους … Dictionary of Greek
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek
σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
συρισμός — ο, ΝΑ βλ. συριγμός … Dictionary of Greek