-
1 συρβηνεύς
-
2 συρβηνεύς
συρβηνεύς, ὁ,A noisy,χορός Cratin.84
;ὁ τῶν -έων χορός Ath.15.669b
, 671c, 697f, cf. Zen.6.1 (where Leutsch - νός).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρβηνεύς
-
3 συρβηνεύς
συρβηνός, u. συρβηνεύς, ὁ, lärmend, geräuschvoll -
4 αὐλοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλοθήκη
-
5 σύρβα
A v. τύρβα. [full] συρβάβυττα, topsy-turvy, Ar.Fr. 866. [full] σύρβη, ἡ, v. τύρβη. -
6 συρβηνός,
συρβηνός, u. συρβηνεύς, ὁ, lärmend, geräuschvoll
См. также в других словарях:
συρβηνεύς — έως, ὁ, Α αυτός που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή, ο θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρβηνός + επίθημα εύς. Η ερμηνεία που δίνει ο Ησύχ.: αὐλητής σύρβη γὰρ ἡαὐλοθήκη παραμένει προβληματική] … Dictionary of Greek