-
1 αιολος
1) проворный, подвижный(οἶστρος, σφῆκες, εὐλαί, ὄφις Hom.)
χορείαν αἰόλαν φθέγξασθαι Arph. — с песнями закружиться в быстром хороводе;πόδας αἰ. ἵππος Hom. — резвоногий конь2) переливчатый, пятнистый, пестрый(οστρακον HH.; δράκων Soph.)
αἰόλα σάρξ Soph. — тело, испещренное следами язв;αἰόλα νύξ Soph. — звездная ночь3) переменчивый, многообразный(ἡμέραι Arst.; ἀνθρώπων κακά Aesch.)
συρίγγων αἰόλαι ἰαχαί Eur. — переливчатые звуки сиринг4) хитроумный(ψεῦδος Pind.; μηχάνημα Σφιγγός ap. Plut.)
-
2 ακουστος
3[adj. verb. к ἀκούω См. ακουω] слышимый, (у)слышанный(συρίγγων ἐνοπή HH.; μῦθοι Isocr.)
οὐκ ἀ. Soph., Eur. — неслыханный, ужасный -
3 ενοπη
ἥ [ὄψ]1) звук(и)(αὐλῶν συρίγγων τε Hom.; κιθάρας Eur.)
2) голос(γλώσσης τινός Eur.)
3) шум, крик(βοαὴ ἐνοπαί τε Eur.)
μάχη ἐ. τε Hom. — шум боя -
4 ευφθογγος
См. также в других словарях:
συρίγγων — σῡρίγγων , σῦριγξ shepherd s pipe fem gen pl συριγγόω make into a pipe imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συριγγόω make into a pipe imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Флейта — … Википедия
Сиринга — (др. греч. σῦριγξ) древнегреческий музыкальный инструмент, род продольной флейты. Термин впервые встречается в «Илиаде» Гомера (X,13). Различались одноствольная сиринга (σῦριγξ μονοκάλαμος) и многоствольная сиринга ( … Википедия
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
PANTOMIMUS — Graece Παντόμιμος, in vett. Glossis notare Histrionem dicitur: l. 27. ff. de oper. libert. qui scenicis ludis operam navat: Luciano Παντόμιμοι iidem sunt, qui ὀρχηςταὶ, i. e. saltatores. Vide cum περὶ ὀρχήσεως. Sed priusquam οἰ ὀρχηςταὶ se a… … Hofmann J. Lexicon universale
PYLADES — I. PYLADES Pantominus celebris, primus saltationis Artem, a Tragoedia et Comoedia separatem in scenam Latinam introduxit, eamque ex tribus saltationibus compositam, Tragicâ, Comicâ et Satyricâ excoluit expolivitque, ac Italicam vocavit, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος … Dictionary of Greek
εύφθογγος — εὔφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ εὐφθόγγων φωναῑς», Ευρ.) 2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος] … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
συριγγοποιός — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής συρίγγων, πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + ποιός*] … Dictionary of Greek