-
1 συν-αγοράζω
συν-αγοράζω, zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.
-
2 συνηγόραζον
σύν-ἀγοράζωfrequent the: imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)σύν-ἀγοράζωfrequent the: imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) -
3 συνηγορασμένος
σύν-ἀγοράζωfrequent the: perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) -
4 συνηγόραζε
σύν-ἀγοράζωfrequent the: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
5 συνηγόρασται
σύν-ἀγοράζωfrequent the: perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) -
6 συναγοράζω
-
7 συναγοραζω
1) скупать(τὸν σῖτον πάντα Arst.)
2) вместе проводить время на рыночной площади(συμπίνειν καὴ σ. Plut.)
См. также в других словарях:
συνηγόραζον — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορασμένος — σύν ἀγοράζω frequent the perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόραζε — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρασται — σύν ἀγοράζω frequent the perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνούμαι — έομαι, Α 1. αγοράζω πολλά προϊόντα μαζί 2. αγοράζω κάτι από κοινού με άλλον 3. βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek