-
1 συναγοραζω
1) скупать(τὸν σῖτον πάντα Arst.)
2) вместе проводить время на рыночной площади(συμπίνειν καὴ σ. Plut.)
См. также в других словарях:
συνηγόραζον — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορασμένος — σύν ἀγοράζω frequent the perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόραζε — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρασται — σύν ἀγοράζω frequent the perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνούμαι — έομαι, Α 1. αγοράζω πολλά προϊόντα μαζί 2. αγοράζω κάτι από κοινού με άλλον 3. βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek