Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-ᾰγοράζω

См. также в других словарях:

  • συνηγόραζον — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορασμένος — σύν ἀγοράζω frequent the perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγόραζε — σύν ἀγοράζω frequent the imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγόρασται — σύν ἀγοράζω frequent the perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνούμαι — έομαι, Α 1. αγοράζω πολλά προϊόντα μαζί 2. αγοράζω κάτι από κοινού με άλλον 3. βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠνοῦμαι «αγοράζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»