Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-ᾰγείρω

  • 1 ξυναγειρω

        (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)
        1) собирать, созывать
        

    (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)

        συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;
        σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;
        κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;
        σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;
        ἥ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat.я воспрянул духом

        2) набирать, снаряжать
        

    (στόλον Her.; στρατόν Xen.)

        3) устраивать, учреждать

    Древнегреческо-русский словарь > ξυναγειρω

  • 2 συναγειρω

        (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)
        1) собирать, созывать
        

    (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)

        συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;
        σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;
        κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;
        σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;
        ἥ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat.я воспрянул духом

        2) набирать, снаряжать
        

    (στόλον Her.; στρατόν Xen.)

        3) устраивать, учреждать

    Древнегреческо-русский словарь > συναγειρω

См. также в других словарях:

  • συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • μητραγύρτης — ο (Α μητραγύρτης) 1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους 2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες (κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς τής Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία τής θεάς, διηγούνταν ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • συναγυρτός — όν, Α αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ τού ἀγείρω* + κατάλ. τός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»