-
1 συνιππαρχος
См. также в других словарях:
συνίππαρχος — ὁ, Α ο επίσης ίππαρχος, συναρχηγός τού ιππικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵππαρχος «διοικητής, αρχηγός ιππικού»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek