-
1 ξυνηδομαι
(fut. συνησθήσομαι, aor. συνήσθην)1) вместе радоваться Xen.σ. τινί τινι Soph. и τινι ἐπί τινι Xen. — разделять чью-л. радость по поводу чего-л.;
σ. τινι περιεόντι Her. — радоваться вместе с кем-л. его спасению2) ( с отрицанием οὐ) вместе жалеть, вместе скорбеть, соболезноватьοὔτε ταῖς παρελθούσαις ὁδοῖς ξυνήδομαί σοι Soph. — сожалею, что ты совершил этот путь;
οὐδὲ συνήδομαι ἄλγεσι δώματος Eur. — мне прискорбны несчастья (этого) дома3) злорадствоватьσ. τινι Eur. — злорадствовать по поводу чего-л.
-
2 συνηδομαι
(fut. συνησθήσομαι, aor. συνήσθην)1) вместе радоваться Xen.σ. τινί τινι Soph. и τινι ἐπί τινι Xen. — разделять чью-л. радость по поводу чего-л.;
σ. τινι περιεόντι Her. — радоваться вместе с кем-л. его спасению2) ( с отрицанием οὐ) вместе жалеть, вместе скорбеть, соболезноватьοὔτε ταῖς παρελθούσαις ὁδοῖς ξυνήδομαί σοι Soph. — сожалею, что ты совершил этот путь;
οὐδὲ συνήδομαι ἄλγεσι δώματος Eur. — мне прискорбны несчастья (этого) дома3) злорадствоватьσ. τινι Eur. — злорадствовать по поводу чего-л.
См. также в других словарях:
συνήδομαι — ΜA ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή εξίσου με άλλον αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) χαίρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο λόγω τής συμπάθειας που νιώθω γι αυτόν 2. (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) χαίρομαι για κάτι (α. «συνήδομαι τῷ νόμῳ τοῡ… … Dictionary of Greek
συμπερασθεισῶν — συμπερᾱσθεισῶν , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερασθεῖσα — συμπερᾱσθεῖσα , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερασθῆναι — συμπερᾱσθῆναι , σύν , περί ἥδομαι swad aor inf pass (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερασθέντων — συμπερᾱσθέντων , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερασθήσεται — συμπερᾱσθήσεται , σύν , περί ἥδομαι swad fut ind pass 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)