-
1 ξυνεξειμι
-
2 συνεξειμι
См. также в других словарях:
συνέξειμι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.) αρχ. παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῡσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»] … Dictionary of Greek