-
1 συν-όργιος
συν-όργιος, die Orgien feiernd, Poll. 6, 113.
-
2 συνόργιος
См. также в других словарях:
συνόργιος — ον, Α αυτός που μετέχει σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οργιος (< ὄργια «μυστηριακές τελετές»), πρβλ. πολυ όργιος] … Dictionary of Greek