Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συν-όλλῡμι

См. также в других словарях:

  • συνόλλυμι — ΜA μέσ. συνόλλυμαι αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον αρχ. εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»