Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συν-υφαίνω

См. также в других словарях:

  • συγκαθύφαινον — συγκαθύ̱φαινον , σύν , κατά ὑφαίνω weave imperf ind act 3rd pl συγκαθύ̱φαινον , σύν , κατά ὑφαίνω weave imperf ind act 1st sg σύν , κατά ὑφαίνω weave imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σύν , κατά ὑφαίνω weave imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαθυφασμένα — συγκαθῡφασμένα , σύν , κατά ὑφάζω perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκαθῡφασμένᾱ , σύν , κατά ὑφάζω perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκαθῡφασμένᾱ , σύν , κατά ὑφάζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) συγκαθῡφασμένα , σύν , κατά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαθύφανται — συγκαθύ̱φανται , σύν , κατά ὑφαίνω weave perf ind mp 3rd pl (epic ionic) συγκαθύ̱φανται , σύν , κατά ὑφαίνω weave perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Augment — Dans le domaine indo européen, l’augment est un élargissement gauche du radical des verbes qui va de pair avec des désinences personnelles et s’utilisant pour les temps du passé de l’indicatif en grec ancien et moderne (à moins qu il ne s agisse… …   Wikipédia en Français

  • συγκαθυφασμένην — συγκαθῡφασμένην , σύν , κατά ὑφάζω perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) συγκαθῡφασμένην , σύν , κατά ὑφαίνω weave perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκερκίζω — Α συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κερκίζω «υφαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμμηρύομαι — Α συνυφαίνω, συνάπτω («τὴν πάντων πηγήν, ἀφ ἦς πάντα τὰ γινόμενα συμμηρύεται», Μάρκ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρύομαι «υφαίνω, περιτυλίγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιεξυφαίνω — Α μτφ. ολοκληρώνω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεξυφαίνω «υφαίνω μέχρι το τέλος»] …   Dictionary of Greek

  • συνυφής — ές, ΝΑ νεοελλ. μτφ. συνυφασμένος αρχ. 1. υφασμένος μαζί με κάποιον άλλο 2. φρ. «συνυφές τι» είδος υφάσματος (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. παρ υφής] …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»