-
1 συνυποπιπτόντων
συνυποπῑπτόντων, σύν-ὑποπίπτωfall under: pres part act masc /neut gen plσυνυποπῑπτόντων, σύν-ὑποπίπτωfall under: pres imperat act 3rd pl -
2 συνυποπιπτω
лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемымοὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μέ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. — невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее
-
3 συνυποπίπτοντος
συνυποπί̱πτοντος, σύν-ὑποπίπτωfall under: pres part act masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
συνυποπιπτόντων — συνυποπῑπτόντων , σύν ὑποπίπτω fall under pres part act masc/neut gen pl συνυποπῑπτόντων , σύν ὑποπίπτω fall under pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυποπίπτοντος — συνυποπί̱πτοντος , σύν ὑποπίπτω fall under pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek