Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συν-υποπίπτω

См. также в других словарях:

  • συνυποπιπτόντων — συνυποπῑπτόντων , σύν ὑποπίπτω fall under pres part act masc/neut gen pl συνυποπῑπτόντων , σύν ὑποπίπτω fall under pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποπίπτοντος — συνυποπί̱πτοντος , σύν ὑποπίπτω fall under pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»