Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συν-τέλεια

  • 1 συν-τέλεια

    συν-τέλεια, , 1) das Zusammenentrichten, -bezahlen, gemeinschaftliche Beisteuer zu öffentlichen Abgaben; συντέλειαν ποιεῖν, eine Abgabe gemeinschaftlich entrichten, Dem. 18, 237; bes. in Athen ein Verein von 16–60 Bürgern, die auf gemeinschaftliche Kosten ein Schiff für den Dienst des Staates ausrüsteten, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 110. 113; τοὺς τριηράρχους καλεῖσϑαι ἐπὶ τὴν τριήρη συνεκκαίδεκα ἐκ τῶν ἐν τοῖς λόχοις συντελειῶν, Dem. 18, 106; vgl. οἷς ἐλάττων οὐσία ἐστὶ τῶν δέκα ταλάντων εἰς συντέλειαν συναγομένοις εἰς τὰ δέκα τάλαντα, ibid.; und so auch für andere Liturgien, εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας ὥςπερ τὰς τριηραρχίας, 20, 23. Auch überhpt Gemeinschaft, z. B. der Götter, ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα, Aesch. Spt. 233; – bes. aber von politischer Zusammengehörigkeit, Bezirk einer Bundesgenossenschaft, πατρική, Pol. 5, 94; ἀφιέναι κελεύων τῆς πρὸς σφᾶς συντελείας Λακεδαιμονίους, Paus. 7, 15, 1, d. i. aus dem achäischen Bunde entlassen; τὴν περιοικίδα συντέλειαν, Plut. Flamin. compar. 1, ist = αἱ περιοικίδες κῶμαι, Philop. 13. – 2) gemeinsames Vollenden, gemeinsames Hinstreben auf ein Ziel; οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται, Plat. Legg. X, 905 b; Ggstz gegen ἐπιβολή u. ἀρχή, Pol. 1, 3, 3. 3, 1, 5; dah. τὴν συντέλειαν ἔχειν = vollendet sein, 1, 4, 3; συντέλειαν λαμβάνει ὁ πόλεμος, er nimmt ein Ende, 4, 28, 3; συντέλειαν ἐπιϑεῖναι od. ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἔργοις, finem imponere, 11, 33, 7. 39, 2, 2. – Bei den Gramm. das perfectum. – 3) Bei spätern Philosophen wie ἐντελέχεια, die Wirklichkeit, Realität, Ocell. Luc.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συν-τέλεια

  • 2 συντέλεια

    συν-τέλεια, , (1) das Zusammenentrichten, -bezahlen, gemeinschaftliche Beisteuer zu öffentlichen Abgaben; συντέλειαν ποιεῖν, eine Abgabe gemeinschaftlich entrichten; bes. in Athen ein Verein von 16–60 Bürgern, die auf gemeinschaftliche Kosten ein Schiff für den Dienst des Staates ausrüsteten. Auch überh. Gemeinschaft, z. B. der Götter; bes. aber von politischer Zusammengehörigkeit, Bezirk einer Bundesgenossenschaft; ἀφιέναι κελεύων τῆς πρὸς σφᾶς συντελείας Λακεδαιμονίους, = aus dem achäischen Bunde entlassen; (2) gemeinsames Vollenden, gemeinsames Hinstreben auf ein Ziel; dah. τὴν συντέλειαν ἔχειν = vollendet sein; συντέλειαν λαμβάνει ὁ πόλεμος, er nimmt ein Ende; συντέλειαν ἐπιϑεῖναι od. ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἔργοις, finem imponere. Bei den Gramm. das perfectum; (3) Bei späteren Philosophen wie ἐντελέχεια, die Wirklichkeit, Realität

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συντέλεια

  • 3 ξυντελεια

        ἥ
        1) совместное уплачивание
        

    εἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem.устраивать что-л. на общий счет

        2) доля в платеже, квота, взнос
        χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос

        3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)
        

    αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;

        εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов

        4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.
        5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)
        6) общая (конечная) цель
        

    (ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)

        7) завершение, окончание
        τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;
        συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;
        συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb.положить конец чему-л.

        8) зрелость
        

    (τῶν καρπῶν Plut.)

        9) грам. прошедшее законченное время, перфект

    Древнегреческо-русский словарь > ξυντελεια

  • 4 συντελεια

        ἥ
        1) совместное уплачивание
        

    εἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem.устраивать что-л. на общий счет

        2) доля в платеже, квота, взнос
        χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос

        3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)
        

    αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;

        εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов

        4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.
        5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)
        6) общая (конечная) цель
        

    (ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)

        7) завершение, окончание
        τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;
        συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;
        συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb.положить конец чему-л.

        8) зрелость
        

    (τῶν καρπῶν Plut.)

        9) грам. прошедшее законченное время, перфект

    Древнегреческо-русский словарь > συντελεια

  • 5 μάτηρ

    μᾱτηρ (μάτηρ, ματρός, ματέρος, ματρί, ματέρι, ματέρα), μᾶτερ.)
    1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81

    μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1

    ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Dexithea

    Πα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.
    2 epith. of divinities.
    a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74

    ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2
    b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.
    3 met.,
    a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98
    b

    μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1

    οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6

    Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10

    μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.

    ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2

    ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.
    c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.98
    4 fragg.

    ματερ[ Pae. 3.6

    ]ματε[ρ Δ. 2. 32.

    Lexicon to Pindar > μάτηρ

  • 6 εἰμί

    εἰμί ( εἰμί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστιν), ἐστίν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)
    1 be. A
    1 c. predicative adj.
    a

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52

    φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64

    ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72

    [ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    ἔσομαι τοῖοςP. 4.156

    δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92

    ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτωνP. 9.39

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24

    ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.

    νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28

    ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον

    εἴη κεν Pae. 4.49

    κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7

    = fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.
    b with infinitive added.

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

    εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαιP. 4.139

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37

    c impersonal.

    ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    2 c. pred. subs.

    ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55

    Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90

    ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68

    φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναιP. 4.34 οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις ἈφροδίταςP. 4.87Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεὺςP. 4.167

    ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270

    βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16

    Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100

    πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    ξεῖνός εἰμι N. 7.61

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87

    ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

    πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118

    Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.
    3 emphatic, there is, are

    ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67

    ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21

    δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63

    ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20

    οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    ]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.
    4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον

    ἐρδόμενον O. 8.77

    πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.85

    ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ ΤελαμώνI. 6.52 cf. also O. 12.1—2.
    5 be (situated)

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45

    ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

    cf. B. 1.
    6 be, come to pass

    ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170

    χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.49
    7 c. gen.
    b possessive: be of, belong to

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.31
    8 c. ἐκ, ἀπό.
    a be, come from

    χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    b be born of

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18

    B part.
    1 pres. part.
    a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]

    θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106

    ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    οἷος ἐὼν θρέψεν

    ποτὲ P. 3.5

    Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

    Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37

    Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44

    κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47

    εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100

    θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32

    Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30

    ἐὼν καλὸς I. 2.4

    θεότιμος ἐών I. 6.13

    ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.
    b where the part. is concessive.

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.
    c where the part. is conditional.

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    d following

    φαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    cf. P. 4.170
    e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.

    εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54

    ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼνN. 10.87
    f subs., n. pl., goods, possessions

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    ]

    ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35

    m. pl., living ( φάμα· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.27
    2 fut. part.
    a

    ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8

    b subs.

    τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27

    C various impersonal usages.
    a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29

    φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

    ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11

    εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64

    εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.
    b c. adj., part. & inf.

    ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33

    θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71

    φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287

    ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33

    πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32

    d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.
    e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.
    f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]

    έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149

    ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3.

    Lexicon to Pindar > εἰμί

  • 7 ευτελεια

        ион. εὐτελείη и εὐτελίη ἥ
        1) дешевизна
        

    (τῶν σιτίων Her.)

        2) малоценность, незначительность, ничтожность
        

    (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.)

        εἰς εὐτέλειαν Arph. — по дешевке, т.е. плохо, аляповато

        3) бережливость, экономия Xen., Plat.
        

    ἐπ΄ εὐτελείᾳ Arph. — из экономии;

        μετ΄ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. — с умеренными затратами, без расточительности;
        ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc.сократить расходы

    Древнегреческо-русский словарь > ευτελεια

  • 8 βαίνω

    βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)
    1 come, go
    a abs. “ πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομένανP. 4.39

    ταχέες ἔβαν P. 4.180

    ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97

    Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74

    ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57

    b followed by subs. with local suffix.

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36

    ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    c c. prep.,
    I

    ἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41

    ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100

    II

    ἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

    ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42

    ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2

    III

    πρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105

    IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.
    e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55

    κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

    cf. Παρθ. 2. 70, supra.
    f met.

    τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.10
    2 aor. 1 trans., made to travel

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24

    3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ ( βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.
    4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.

    ἐπιβαίνω O. 7.45

    Lexicon to Pindar > βαίνω

  • 9 παρά

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > παρά

  • 10 πάρ

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > πάρ

См. также в других словарях:

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»