-
1 ξυντρεχω
(fut. συνθρέξομαι и συνδραμοῦμαι, aor. 2 συνέδρᾰμον)1) сбегаться, сходиться для боя(ξιφέεσι Hom.; ἐπί τινα Polyb., и σ. τινί Plut.)
σ. ἐς χεῖρας Polyb. — сходиться врукопашную2) устремляться, бросатьсяτῷ μόρῳ ξ. Soph. — бросаться навстречу смерти
3) вместе бежать, сбегаться(ἐς τέν ὁδόν Her.; ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων NT.; συνδεδράμηκε ἅπασα ἥ πόλις Luc.)
4) сливаться, стекаться, смешиваться(ῥεύματί τινος Soph.)
5) перен. сходиться, соглашаться, совпадатьσ. τοῖς κριταῖς Xen. — сходиться в выборе судей;τοῦ χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ συντρέχει Eur. — время совпадает, т.е. судя по времени, так должно быть6) состязаться в беге(τινί Plat.)
7) загибаться, закручиваться(αἱ τρίχες συντρέχουσιν Xen.)
8) совместно участвовать -
2 συντρεχω
(fut. συνθρέξομαι и συνδραμοῦμαι, aor. 2 συνέδρᾰμον)1) сбегаться, сходиться для боя(ξιφέεσι Hom.; ἐπί τινα Polyb., и σ. τινί Plut.)
σ. ἐς χεῖρας Polyb. — сходиться врукопашную2) устремляться, бросатьсяτῷ μόρῳ ξ. Soph. — бросаться навстречу смерти
3) вместе бежать, сбегаться(ἐς τέν ὁδόν Her.; ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων NT.; συνδεδράμηκε ἅπασα ἥ πόλις Luc.)
4) сливаться, стекаться, смешиваться(ῥεύματί τινος Soph.)
5) перен. сходиться, соглашаться, совпадатьσ. τοῖς κριταῖς Xen. — сходиться в выборе судей;τοῦ χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ συντρέχει Eur. — время совпадает, т.е. судя по времени, так должно быть6) состязаться в беге(τινί Plat.)
7) загибаться, закручиваться(αἱ τρίχες συντρέχουσιν Xen.)
8) совместно участвовать
См. также в других словарях:
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
συγκατατρέχω — Α τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek
συμπαραθέω — Α 1. τρέχω μαζί, παραπλεύρως με κάποιον άλλο 2. μτφ. παρακολουθώ κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραθέω «τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου»] … Dictionary of Greek
συμπαρατρέχω — Α (κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρατρέχω «συνοδεύω»] … Dictionary of Greek
συμπεριθέω — Α 1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον 2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῡ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῑς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιθέω «τρέχω κυκλικά»] … Dictionary of Greek