-
1 συν-τιτρώσκω
συν-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), mit verwunden, mit mehrern Wunden; Xen. Hell. 3, 1, 18; Plut. Alex. 63 u. öfter, u. a. Sp.
-
2 συντιτρώσκω
συν-τιτρώσκω, mit verwunden, mit mehrern Wunden -
3 συντιτρωσκω
1) покрывать ранами, изранивать(ξίφεσι καὴ δόρασί τινα Plut.)
2) покрывать пробоинами, сильно повреждать(τὰς ναῦς Plut.)
-
4 συνέστρωσε
σύν, εἰσ-τιτρώσκωwound: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)σύν-στόρεννυμιaor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek
συνέστρωσε — σύν , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) σύν στόρεννυμι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)