-
1 συν-ταγματικός
συν-ταγματικός, ή, όν, vom σύνταγμα, dazu gehörig, Sp. Dah. τὰ συνταγματικά, wohl geordnete, gut ausgeführte Schriften, im Ggstz von ὑπομνηματικά, Ammon.
-
2 συνταγματικός
συν-ταγματικός, ή, όν, vom σύνταγμα, dazu gehörig. Dah. τὰ συνταγματικά, wohl geordnete, gut ausgeführte Schriften, im Ggstz von ὑπομνηματικά