-
1 συνορμιζω
вместе ставить на якорь, одновременно вводить в порт(τὰς ναῦς Xen.; τὸν στόλον Polyb.)
См. также в других словарях:
συνορμίζω — Α προσορμίζω συγχρόνως («συνορμίσαντες τὰς ναῡς ἐμάχοντο ἐπιπλέουσι τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμίζω «προσορμίζω, ελλιμενίζω»] … Dictionary of Greek