Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συν-οργιάζω

См. также в других словарях:

  • συνωργίαζον — σύν ὀργιάζω celebrate imperf ind act 3rd pl σύν ὀργιάζω celebrate imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοργιάσας — ξυνοργιά̱σᾱς , σύν ὀργιάω to be fierce pres part act fem acc pl (doric) ξυνοργιά̱σᾱς , σύν ὀργιάω to be fierce pres part act fem gen sg (doric) ξυνοργιά̱σᾱς , σύν ὀργιάω to be fierce aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωργίακε — συνωργίᾱκε , σύν ὀργιάω to be fierce perf imperat act 2nd sg (attic doric) συνωργίᾱκε , σύν ὀργιάω to be fierce perf ind act 3rd sg (attic doric) σύν ὀργιάζω celebrate perf imperat act 2nd sg σύν ὀργιάζω celebrate perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοργιάζω — ΜΑ παίρνω μέρος σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους («οὐκ ἀεὶ δὲ διατρίβουσιν ἐπ αὐτὴν οἱ δαίμονες, ἀλλὰ... ταῑς ἀνωτάτω συμπάρεισι καὶ συνοργιάζουσι τῶν τελετῶν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀργιάζω «τελώ θρησκευτικά όργια» (< ὄργια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»